λυδικός

λυδικός
-ή, -ό (AM λυδικός, -ή, -όν) [Λυδός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία ή στους Λυδούς.
επίρρ...
λυδικῶς (Μ)
λυδιστί, κατά τον τρόπο τών Λυδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λύδιος — α, ο (AM λύδιος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [Λυδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία, αρχαία χώρα τής Μικράς Ασίας, ή προέρχεται από τη Λυδία, λυδικός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύδιος, η Λυδία ο Λυδός, η Λυδή, αυτός ή αυτή που… …   Dictionary of Greek

  • μάγαδις — μάγαδις, μαγάδιδος, ἡ (Α) 1. έγχορδο μουσικό όργανο, πιθ. λυδικής προελεύσεως, κατ άλλους θρακικής, με τριγωνικό σχήμα, που έμοιαζε με την άρπα, είχε είκοσι χορδές χορδισμένες ανά ζεύγη κατά όγδοες, πράγμα που επέτρεπε τη συνήχηση τής ογδόης 2.… …   Dictionary of Greek

  • παλαιομάγαδις — παλαιομάγαδις, ἡ (Α) λυδικός αυλός, πλαγίαυλος που παρήγε φθόγγο χαμηλό και υψηλό, βαρύ ή οξύ ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + μάγαδις «είδος μουσικού οργάνου»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”